μόλυσμα: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(3) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molysma | |Transliteration C=molysma | ||
|Beta Code=mo/lusma | |Beta Code=mo/lusma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[spot]], [[taint]], <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>26p.478M.</span>, Sch.rec. <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>576</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A spot, taint, Hierocl. in CA26p.478M., Sch.rec. A.Pers.576.
German (Pape)
[Seite 201] τό, der Schmutz, Fleck, die Unreinigkeit, Schol. Aesch. Pers. 577 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μόλυσμα: τό, μίασμα, κηλίς, ἀκαθαρσία, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.
Greek Monolingual
το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) μολύνω
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ.
2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας
μσν.-αρχ.
μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα, μόλυνση.
Russian (Dvoretsky)
μόλυσμα: ατος τό и μολυσμός ὁ досл. грязь, перен. скверна, мерзость Plut., NT, Anth.