σηραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siraggodis
|Transliteration C=siraggodis
|Beta Code=shraggw/dhs
|Beta Code=shraggw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of holes</b> or [[caverns]], Ἴδη <span class="bibl">Paus.10.12.4</span>, cf. <span class="bibl">D.C.48.51</span>, <span class="bibl">Agath.2.15</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">porous, spongy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span> 1</span>, al.; θηλαί <span class="bibl">Sor.1.88</span>; νεῦρον Gal.10.968.</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of holes</b> or [[caverns]], Ἴδη <span class="bibl">Paus.10.12.4</span>, cf. <span class="bibl">D.C.48.51</span>, <span class="bibl">Agath.2.15</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[porous]], [[spongy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span> 1</span>, al.; θηλαί <span class="bibl">Sor.1.88</span>; νεῦρον Gal.10.968.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:10, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηραγγώδης Medium diacritics: σηραγγώδης Low diacritics: σηραγγώδης Capitals: ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: sērangṓdēs Transliteration B: sērangōdēs Transliteration C: siraggodis Beta Code: shraggw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of holes or caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53.    2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.

German (Pape)

[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.

Greek Monolingual

-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).

Russian (Dvoretsky)

σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.