ὑποτρέφω: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotrefo | |Transliteration C=ypotrefo | ||
|Beta Code=u(potre/fw | |Beta Code=u(potre/fw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rear]], [[nourish]], σκύλακας <span class="bibl">D.H.4.81</span>; πώγωνας <span class="bibl">D.S.3.63</span>; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>589</span>: metaph., [[cherish]], [[nurse]], τὴν χολήν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>24</span>; [[foster]], [[encourage]], παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν <span class="bibl">Gal.<span class="title">Vict.Att.</span>6</span>; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., [[cherish]], τόλμαν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.1.17</span>:—Pass., <b class="b2">grow up in succession</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>560a</span>; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος <span class="bibl">Polyaen.8.50</span>, cf. <span class="bibl">Nic.Dam.51</span> J.; <b class="b3">θάμβος ὑπετρέφετο</b> my wonder [[grew]], Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2080.87.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:05, 30 June 2020
English (LSJ)
A rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R.560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.
Greek Monolingual
Α τρέφω
1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.
β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.)
2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.)
3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι
διατηρώ, συντηρώ κρυφά.
Greek Monotonic
ὑποτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω κρυφά — Μέσ., ανατρέφω με στοργή, περιποιούμαι κρυφά, σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά διαδοχή, Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρέφω:
1) постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;
2) отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);
3) pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.).
Middle Liddell
fut. -θρέψω
to bring up secretly:—Mid. to cherish secretly, Xen., Luc.:—Pass. to grow up in succession, Lat. subnasci, Plat.