γενετικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(8) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=genetikos | |Transliteration C=genetikos | ||
|Beta Code=genetiko/s | |Beta Code=genetiko/s | ||
|Definition=ή, όν:—fem. <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">πτῶσις</b>), ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν:—fem. <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">πτῶσις</b>), ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[genitive case]], Sch.<span class="bibl">D.P.449</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:25, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν:—fem. -κή (sc. πτῶσις), ἡ,
A genitive case, Sch.D.P.449.
Spanish (DGE)
-ή, -όν sc. πτῶσις caso genitivo Sch.D.P.449, cf. γενικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ γενετικός, -ή, -όν) γένεσις
ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την επιστήμη της γενετικής
2. το θηλ. ως ουσ. Γενετική, η
κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα, δηλ. η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους
μσν.
το θηλ. ως ουσ. γενετική, η η γενική πτώση.