εὐάνιος: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(14) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evanios | |Transliteration C=evanios | ||
|Beta Code=eu)a/nios | |Beta Code=eu)a/nios | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον,</b> (ἀνία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον,</b> (ἀνία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[taking trouble easily]], Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. <b class="b3">εὐάνιος [ᾱ]</b>, Dor. for <b class="b3">εὐήνιος</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 30 June 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία)
A taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).
German (Pape)
[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).
Greek Monolingual
εὐάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται
2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ-άνιος].