εὐεπίβατος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evepivatos | |Transliteration C=evepivatos | ||
|Beta Code=eu)epi/batos | |Beta Code=eu)epi/batos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[easy to ascend]], λόφος <span class="bibl">Str.5.3.7</span>; τεῖχος <span class="bibl">Polyaen. 6.5</span>; καταρράκται <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.82</span> (Comp.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[easy of attack]], τόποι <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>94.40</span>: metaph., <span class="bibl">Id.1.459</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.). II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.
Greek Monolingual
εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολία («εὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].
Greek Monotonic
εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).