εὔπλεκτος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyplektos | |Transliteration C=eyplektos | ||
|Beta Code=eu)/plektos | |Beta Code=eu)/plektos | ||
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐΰπλ</b>-, ον, also η, ον <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>13.200</span> (cj. for <b class="b3">ἀπλ-</b>): (πλέκω):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-plaited, well-twisted</b>, σειράς τ' εὐπλέκτους <span class="bibl">Il.23.115</span>; <b class="b3">ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ</b> a chariot | |Definition=Ep. <b class="b3">ἐΰπλ</b>-, ον, also η, ον <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>13.200</span> (cj. for <b class="b3">ἀπλ-</b>): (πλέκω):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-plaited, well-twisted</b>, σειράς τ' εὐπλέκτους <span class="bibl">Il.23.115</span>; <b class="b3">ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ</b> a chariot [[with sides of wicker]] or <b class="b2">basket-work</b>, ib. <span class="bibl">335</span>; of nets, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>870</span> (lyr.); of hair, <span class="title">AP</span>5.286.6 (Agath.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:30, 30 June 2020
English (LSJ)
Ep. ἐΰπλ-, ον, also η, ον Nonn.D.13.200 (cj. for ἀπλ-): (πλέκω):—
A well-plaited, well-twisted, σειράς τ' εὐπλέκτους Il.23.115; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ a chariot with sides of wicker or basket-work, ib. 335; of nets, E.Ba.870 (lyr.); of hair, AP5.286.6 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1089] ep. ἐΰπλεκτος, dasselbe, σειραί, gut gedrehte Stricke, Il. 23, 115; δίφρος (denn die Seitenwände des Wagenstuhls bestanden aus Flechtwerk), Il. 23, 335; ἄρκυες Eur. Bacch. 870; sp. D., κόμη Agath. 21 (V, 287); ἐϋπλέκτῃσι κόμαις Nonn. D. 13, 200.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλεκτος: Ἐπικ. ἐΰπλεκτος, ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Νόνν. Δ. 13. 200· (πλέκω): ― καλῶς πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ, ἐντὸς ἅρματος ἔχοντος τὰς πλευρὰς πλεκτὰς ὡς τὰ καλάθια, αὐτόθι 335· οὕτω, δίφροι ἐϋπλεκέες αὐτόθι 436, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306, 370· ἀκολούθως ἐπὶ δικτύων, Εὐρ. Βάκχ. 870· ἐπὶ κόμης, Ἀνθ. Π. 5. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien tressé ; εὔπλεκτος δίφρος IL char dont les côtés sont en osier bien tressé.
Étymologie: εὖ, πλέκω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπλεκτος, -ον και ιων. και επικ. τ. ἐΰπλεκτος, -ον)
1. καλοπλεγμένος, καλόπλεχτος
2. (για άρμα) αυτό που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες («ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκτός.
Greek Monotonic
εὔπλεκτος: Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον (πλέκω), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την καλαθοπλεκτική τέχνη και για τα σχοινιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλεκτος: эп. ἐΰπλεκτος 2 хорошо сплетенный, красиво свитый (σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.).
Middle Liddell
πλέκω
well-plaited, well-twisted, of wicker-work and ropes, Il.; of nets, Eur.