αὐτόγυος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftogyos | |Transliteration C=aftogyos | ||
|Beta Code=au)to/guos | |Beta Code=au)to/guos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, ἄροτρον αὐ</b>. a plough <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[whose]] <b class="b3">γύης</b> | |Definition=ον<b class="b3">, ἄροτρον αὐ</b>. a plough <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[whose]] <b class="b3">γύης</b> [[is of one piece with the]] <b class="b3">ἔλυμα</b> [[and]] <b class="b3">ἱστοβοεύς</b>, not fitted together (πηκτόν), <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>433</span>, <span class="bibl">A.R.3.232</span>, <span class="bibl">1285</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, ἄροτρον αὐ. a plough
A whose γύης is of one piece with the ἔλυμα and ἱστοβοεύς, not fitted together (πηκτόν), Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόγυος: -ον, αὐτόγυον ἄροτρον, «μονόξυλον ἀλέτρι», δοιὰ δὲ θέσθαι ἄροτρα ... αὐτόγυον καὶ πηκτόν, «εἰ μὲν οὖν ἓν ξύλον ᾖ τὸ ὅλον ὁ γύης μέχρι τοῦ ζυγοῦ ἀπὸ τοῦ ἐλύματος, καλεῖται τὸ ἄροτρον αὐτόγιον· ἐὰν δὲ μικρότερος ᾖ τῆς χρείας ὁ γύης, ἐνσφηνοῦται τὸ ἕτερον αὐτῷ ξύλον τὸ συνάπτον αὐτὸν καὶ τὸν ζυγόν, καὶ καλεῖται τὸ μὲν ὅλον πηκτόν, τὸ δὲ ἐνσφηνωθὲν ἱστοβοεύς», (Πρόκλ. Σχόλ.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 232, 1285, ἴδε τὰς λέξεις γύης, ἔλυμα καὶ ἱστοβοεύς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(charrue) dont le soc fait corps ou est d’une seule pièce avec le reste, càd avec l’ἔλυμα et l’ἱστοβοεύς.
Étymologie: αὐτός, γύης.
Spanish (DGE)
-ον
cuya cama forma una sola pieza con el timón, ἄροτρον Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.
Greek Monolingual
αὐτόγυος, -ον (Α)
(για αλέτρι) μονοκόμματο, από ένα ξύλο φτιαγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γύης «κυρτωμένο ξύλο του αρότρου»].
Greek Monotonic
αὐτόγυος: -ον (γύης), λέγεται για το αλέτρι, αυτός που έχει ένα υνί από το άροτρο, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
γύης
of a plough, having the share-beam of one piece with the pole, Hes.