κρατύς: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ὁ</b>" to "ῠ], ὁ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kratys | |Transliteration C=kratys | ||
|Beta Code=kratu/s | |Beta Code=kratu/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[strong]], [[mighty]], in Hom. always epith. of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης <span class="bibl">Il.16.181</span>,<span class="bibl">24.345</span>, <span class="bibl">Od.5.49</span>. (For a doubtful fem. <b class="b3">κράταια</b>, v. [[κραταιίς]].)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:55, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A strong, mighty, in Hom. always epith. of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχ-ύς, πλατ-ύς)].
Greek Monotonic
κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτύς: (ῠ) adj. m могучий (Ἀργεϊφόντης Hom., HH).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατύς [~ κράτος] alleen Hom., sterk, machtig: κ. Ἀργεϊφόντης de sterke Argosdoder ( epith. van Hermes).