καινολόγος: Difference between revisions
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
(18) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainologos | |Transliteration C=kainologos | ||
|Beta Code=kainolo/gos | |Beta Code=kainolo/gos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[using new phrases]], ποιητής <span class="bibl">Eust.1801.27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:00, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A using new phrases, ποιητής Eust.1801.27.
German (Pape)
[Seite 1294] auf neue, ungewöhnliche Weise redend, Eust. 1801, 27.
Greek Monolingual
καινολόγος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο-λόγος, ψευδο-λόγος.