ξενιτευτής: Difference between revisions
From LSJ
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
(27) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kseniteftis | |Transliteration C=kseniteftis | ||
|Beta Code=ceniteuth/s | |Beta Code=ceniteuth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who lives abroad]], Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).148,166 (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]]. | |mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 1 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).
Greek Monolingual
ο (Α ξενιτευτής) ξενιτεύω
αυτός που ζει στην ξενιτιά ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε ξένη χώρα.