ἐϋμμελίης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(2b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eymmeliis
|Transliteration C=eymmeliis
|Beta Code=e)u+mmeli/hs
|Beta Code=e)u+mmeli/hs
|Definition=ὁ, (εὖ, μελία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">armed with good ashen spear</b>, <b class="b3">ἐϋμμελίω</b> (Ion. gen.) Πριάμοιο <span class="bibl">Il.4.47</span>, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης <span class="bibl">17.9</span>, cf. <span class="bibl">Od. 3.400</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>368</span>, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία <span class="title">APl.</span>1.6.</span>
|Definition=ὁ, (εὖ, μελία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[armed with good ashen spear]], <b class="b3">ἐϋμμελίω</b> (Ion. gen.) Πριάμοιο <span class="bibl">Il.4.47</span>, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης <span class="bibl">17.9</span>, cf. <span class="bibl">Od. 3.400</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>368</span>, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία <span class="title">APl.</span>1.6.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋμμελίης Medium diacritics: ἐϋμμελίης Low diacritics: εϋμμελίης Capitals: ΕΫΜΜΕΛΙΗΣ
Transliteration A: eümmelíēs Transliteration B: eummeliēs Transliteration C: eymmeliis Beta Code: e)u+mmeli/hs

English (LSJ)

ὁ, (εὖ, μελία)

   A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

gén. ίω;
adj. m.
à la forte lance.
Étymologie: εὖ, μελία.

Greek Monolingual

ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α)
οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστήςΠρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»].

Greek Monotonic

ἐϋμμελίης: ὁ (εὖ, μελία), Επικ. αντί εὐ-μελίης, οπλισμένος, ένοπλος με καλό δόρυ από ξύλο φλαμουριάς, σε Όμηρ.· ἐϋμμελίω, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋμμελίης: вооруженный крепким ясеневым копьем (Πρίαμος Hom.; Κύκνος Hes.).