στυτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stytikos | |Transliteration C=stytikos | ||
|Beta Code=stutiko/s | |Beta Code=stutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, (στύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, (στύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[causing priapism]], <b class="b3">σ. δυνάμεις</b> [[aphrodisiacs]], <span class="bibl">Phylarch.35</span>(b)J. (<b class="b3">στυπτ-</b> codd.Ath.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:11, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (στύω)
A causing priapism, σ. δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).
German (Pape)
[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.
Greek (Liddell-Scott)
στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.