τυφλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyflopous
|Transliteration C=tyflopous
|Beta Code=tuflo/pous
|Beta Code=tuflo/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with blind foot</b>, of Oedipus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1549</span> (lyr.).</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with blind foot]], of Oedipus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1549</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:47, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλόπους Medium diacritics: τυφλόπους Low diacritics: τυφλόπους Capitals: ΤΥΦΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: typhlópous Transliteration B: typhlopous Transliteration C: tyflopous Beta Code: tuflo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with blind foot, of Oedipus, E.Ph.1549 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps’), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ πόδα σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, ἔνθα ἴδε Πρόρσωνα.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ, ἡ)
qui marche aveuglément, au hasard.
Étymologie: τυφλός, πούς.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].

Greek Monotonic

τυφλόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφλόπους -ποδος [τυφλός, πούς] met blindemans voet.

Russian (Dvoretsky)

τυφλόπους: 2, gen. ποδος идущий вслепую: τ. πούς Eur. нога слепца.

Middle Liddell

τυφλό-πους,
with blind foot, of Oedipus, Eur.