ἐριοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erioforos
|Transliteration C=erioforos
|Beta Code=e)riofo/ros
|Beta Code=e)riofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wool-bearing</b>, <b class="b3">δένδρον</b> [[cotton]]-tree, <b class="b2">Gossypium arboreum</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>4.7.7</span> (pl.); <b class="b3">ἐ. βολβός</b>, <b class="b2">Pancratium maritimum</b>, ib.<span class="bibl">7.13.8</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wool-bearing</b>, <b class="b3">δένδρον</b> [[cotton]]-tree, [[Gossypium arboreum]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>4.7.7</span> (pl.); <b class="b3">ἐ. βολβός</b>, [[Pancratium maritimum]], ib.<span class="bibl">7.13.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:14, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριοφόρος Medium diacritics: ἐριοφόρος Low diacritics: εριοφόρος Capitals: ΕΡΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eriophóros Transliteration B: eriophoros Transliteration C: erioforos Beta Code: e)riofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wool-bearing, δένδρον cotton-tree, Gossypium arboreum, Thphr. HP4.7.7 (pl.); ἐ. βολβός, Pancratium maritimum, ib.7.13.8.

German (Pape)

[Seite 1030] Wolle tragend, δένδρα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριοφόρος: -ον, φέρων ἔριον, δένδρον ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐριοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο
γένος φυτών της οικογένειας τών κυπειρωδών
2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων
αρχ.
φρ. α) «ἐριοφόρον δένδρον» — το φυτό βαμβάκι
β) «ἐριοφόρος βολβός» — το φυτό θαλασσινό παγκράτιο, κρίνος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -φόρος (< φέρω)].