ὀλβοδότης: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olvodotis | |Transliteration C=olvodotis | ||
|Beta Code=o)lbodo/ths | |Beta Code=o)lbodo/ths | ||
|Definition=ου, Dor.ὀλβο-δότας, α, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, Dor.ὀλβο-δότας, α, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[giver of bliss]] or [[wealth]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>573</span> (lyr.), <b class="b2">Epic.Alex. Adesp</b>.<span class="bibl">9vi6</span> (<b class="b3">ὀλβιότα</b> Pap.), <span class="title">Epigr.Gr.</span>978.10 (Philae), <span class="title">IG</span>42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>68.8</span> :—fem. ὀλβο-δότις, ιδος, ib.<span class="bibl">27.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:44, 1 July 2020
English (LSJ)
ου, Dor.ὀλβο-δότας, α, ὁ,
A giver of bliss or wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβο-δότις, ιδος, ib.27.9.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.
Greek Monolingual
ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης.
Greek Monotonic
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει ευδαιμονία, αγαθά ή πλούτο, όπως το ὀλβιοδώτης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότης: ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur.
Middle Liddell
ὀλβο-δότης, ου,
giver of bliss, of good or wealth, like ὀλβιοδώτης, Eur.