χαλκοχίτων: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkochiton | |Transliteration C=chalkochiton | ||
|Beta Code=xalkoxi/twn | |Beta Code=xalkoxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bronze-clad]], Ἀχαιοί <span class="bibl">Il.1.371</span>, <span class="bibl">2.47</span>, etc.; Τρῶες <span class="bibl">5.180</span>, al.; Βοιωτοί <span class="bibl">15.330</span>; Κρῆτες <span class="bibl">13.255</span>; <b class="b3">Δαναοὶ πύκα χ</b>. Epigr. ap. <span class="bibl">Aeschin.3.185</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A bronze-clad, Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.
German (Pape)
[Seite 1332] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse (litt. à la tunique) d’airain.
Étymologie: χαλκός, χιτών.
English (Autenrieth)
ωνος: brazen-clad.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χρυσο-χίτων].
Greek Monotonic
χαλκοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах (Τρῶες, Κρῆτες Hom.).
Middle Liddell
χαλκο-χί˘των, ωνος, ὁ, ἡ,
brass-clad, Il.