παλιμβλαστής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλιμ-βλαστής, ές [[βλαστάνω]]<br />growing [[again]], Eur.
|mdlsjtxt=πᾰλιμ-βλαστής, ές [[βλαστάνω]]<br />growing [[again]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[growing again]]
}}
}}

Revision as of 14:40, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβλαστής Medium diacritics: παλιμβλαστής Low diacritics: παλιμβλαστής Capitals: ΠΑΛΙΜΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: palimblastḗs Transliteration B: palimblastēs Transliteration C: palimvlastis Beta Code: palimblasth/s

English (LSJ)

ές,

   A sprouting or growing again, κύων, of the hydra, E.HF1274; καυλοί Thphr.HP7.2.4.

German (Pape)

[Seite 448] ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμβλαστής: -ές, ὁ ἐκ νέου βλαστάνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 4, παρ’ ᾧ ὑπάρχει καὶ διάφορος γραφὴ παλίμβλαστος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui germe de nouveau, qui repousse.
Étymologie: πάλιν, βλαστάνω.

Greek Monolingual

παλιμβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι-βλαστής].

Greek Monotonic

πᾰλιμβλαστής: -ές (βλαστάνω), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται ξανά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμβλαστής: вновь отрастающий (ὕδρα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμβλαστής -ές [πάλιν, βλαστάνω] opnieuw aangroeiend.

Middle Liddell

πᾰλιμ-βλαστής, ές βλαστάνω
growing again, Eur.

English (Woodhouse)

growing again

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)