βοτόν: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βοτόν]] -οῦ, τό [[βόσκω]] poët., beest; meestal plur. weidevee; ook van vogels. [[τἄλλα]] τὰ βοτὰ [[ταῦτα]] al die andere vogels Aristoph. Nub. 1427. | |elnltext=[[βοτόν]] -οῦ, τό [[βόσκω]] poët., beest; meestal plur. weidevee; ook van vogels. [[τἄλλα]] τὰ βοτὰ [[ταῦτα]] al die andere vogels Aristoph. Nub. 1427. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[animal for slaughter]], [[head of cattle]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 4 July 2020
English (LSJ)
τό, (βόσκω)
A beast, A.Ag.1415, S.Tr.690: mostly in pl., grazing beasts, Il.18.521, S.Aj.145 (lyr.), etc.; opp. θηρία, Pl.Mx. 237d; but also of birds, Ar.Nu.1427; of the ostrich, Opp.H.4.630.
German (Pape)
[Seite 455] τό, das Geweidete, Vieh, Aesch. Ag. 1389; gew. plur., Il. 18, 521 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ai. 144; Ar. Nub. 1409, u. sonst bei Dichtern; Prosa, Plat. Menex. 237 d.
Greek (Liddell-Scott)
βοτόν: τό, (βόσκω) = βόσκημα, κτῆνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1415, Σοφ. Τραχ. 690· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κτήνη τρώγοντα ἐκ τῆς χλόης τῆς γῆς, Ἰλ. Σ. 521, Τραγ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1. 7· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
bête, tête de bétail ; particul. brebis ; d’ord. au plur. τὰ βοτά les bestiaux.
Étymologie: *βοτός, adj. verb. de βόσκω.
English (Autenrieth)
only pl., βοτά, flocks, Il. 18.521†.
Spanish (DGE)
-οῦ, τό
1 en plu. ganado, animales de pasto ὅθι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν Il.18.521, ὥπερ αἴτις ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον Alcm.1.47, ἐφήμεροι, ἃ δὴ βοτὰ ζώομεν seres de un día que vivimos como el ganado Semon.2.4, Δαναῶν βοτά S.Ai.145, πιαίνει βοτά E.Cyc.333, cf. Hipp.75, Call.SHell.260A.16, Fr.112.5, Thphr.Sign.17, Them.Or.2.37c
•en sg. res, cabeza de ganado ὡσπερεὶ βοτοῦ μόρον A.A.1415, κτησίου βοτοῦ λάχνη S.Tr.690, θύσας βοτὸν τέλευν SEG 9.72.31 (Cirene IV a.C.).
2 animales mansos, de labor o granja op. θηρία Pl.Mx.237d, ref. a pájaros, Ar.Nu.1427, al avestruz, Opp.H.4.630, cf. Hsch.
Greek Monolingual
βοτόν, το (Α)
1. βόσκημα, ζώο
2. πληθ. βοτά, τα
χορτοφάγα ζώα (και, σπανιότερα, πουλιά ή ψάρια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο-, βόσκω.
ΠΑΡ. βοτάνη
αρχ.
βοτέομαι.
Greek Monotonic
βοτόν: τὸ (βόσκω), κτήνος, βόσκημα, σε Αισχύλ., Σοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., ζώα που τρέφονται από λιβάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· αλλά λέγεται και για τα πουλιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βοτόν: τό (преимущ. pl.) пасущееся животное, скот, преимущ. овца Aesch., Soph., Plat., Plut.; реже птица (ἀλεκτρυόνες καὶ τἄλλα τὰ βοτά Arph.).
Middle Liddell
βόσκω
a beast, Aesch., Soph.: mostly in pl. grazing beasts, Il., Trag., etc.; but of birds, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτόν -οῦ, τό βόσκω poët., beest; meestal plur. weidevee; ook van vogels. τἄλλα τὰ βοτὰ ταῦτα al die andere vogels Aristoph. Nub. 1427.