κάταργμα: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katargma | |Transliteration C=katargma | ||
|Beta Code=ka/targma | |Beta Code=ka/targma | ||
|Definition=ατος, τό, only pl. | |Definition=ατος, τό, only pl. [[κατάργματα]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[first offerings]] (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>244</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, only pl. κατάργματα,
A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.
German (Pape)
[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κάταργμα: τὸ·- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244· ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.
Greek Monolingual
κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
κάταργμα: τό (κατάρχω II),
1. μόνο στον πληθ., κατάργματα, πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.
2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κάταργμα: ατος τό (только pl.)
1) вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ κατάργματα εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);
2) (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки Plut.
Middle Liddell
κάταργμα, ατος, τό, κατάρχω II]
1. only in pl. κατάργματα, the first offerings, Eur.
2. the purifications made by such offerings, Plut.