νουθέτησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νουθέτησις''': ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ [[τύπος]] νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ [[Πολυδ]]. Θ΄, 139 «[[φαῦλος]] γὰρ ὁ Μενάνδρου [[νουθετισμός]], [[ἐπίπληξις]] δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ [[ἐπιτίμησις]]» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
|lstext='''νουθέτησις''': ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ [[τύπος]] νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «[[φαῦλος]] γὰρ ὁ Μενάνδρου [[νουθετισμός]], [[ἐπίπληξις]] δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ [[ἐπιτίμησις]]» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθέτησις Medium diacritics: νουθέτησις Low diacritics: νουθέτησις Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΙΣ
Transliteration A: nouthétēsis Transliteration B: nouthetēsis Transliteration C: nouthetisis Beta Code: nouqe/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A admonition, warning, Eup.66 ; διδαχὴ καὶ ν. Pl.R.399b, Epicur.Nat.72 G. ; ῥάβδου ν. Pl.Lg.700c, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’avertir, d’admonester.
Étymologie: νουθετέω.

Greek Monotonic

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.

Middle Liddell

νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.

English (Woodhouse)

admonition, chastening, counsel, rebuke

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)