προσομοιόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσομοιόω''': [[κάμνω]] τι ὅμοιον, τινί τι Διογ. Λ. 7. 40. 2) [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Δημ. 1398. 24· ἐν τῷ παθ. πρκμ., προσωμοιῶσθαι [[Πολυδ]]. Θ´, 131.
|lstext='''προσομοιόω''': [[κάμνω]] τι ὅμοιον, τινί τι Διογ. Λ. 7. 40. 2) [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Δημ. 1398. 24· ἐν τῷ παθ. πρκμ., προσωμοιῶσθαι Πολυδ. Θ´, 131.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομοιόω Medium diacritics: προσομοιόω Low diacritics: προσομοιόω Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: prosomoióō Transliteration B: prosomoioō Transliteration C: prosomoioo Beta Code: prosomoio/w

English (LSJ)

   A compare, τινί τι D.L.7.40.    2 intr., to be like, resemble, τὴν σύνεσιν αὐτοῦ π. ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι D.60.30:—in pf. Pass., προσωμοιῶσθαι Poll.9.131.    3 represent in art, D.Chr.12.77.

German (Pape)

[Seite 774] vergleichen, D. L. 7, 40; τὴν σύνεσιν αὐτὸν προσομοιοῦν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, Dem. 60, 30, kann auch intr. sein: ähnlich sein.

Greek (Liddell-Scott)

προσομοιόω: κάμνω τι ὅμοιον, τινί τι Διογ. Λ. 7. 40. 2) γίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Δημ. 1398. 24· ἐν τῷ παθ. πρκμ., προσωμοιῶσθαι Πολυδ. Θ´, 131.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. assimiler à, τινι;
2 intr. être semblable à, τινι.
Étymologie: προσόμοιος.

Greek Monotonic

προσομοιόω: μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσομοιόω:
1) уподоблять (τί τινι Diog. L.);
2) быть похожим, походить (ἀνθρώπῳ τὴν σύνεσιν Dem.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to be like, resemble, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Dem.