σκευοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποιέω Medium diacritics: σκευοποιέω Low diacritics: σκευοποιέω Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: skeuopoiéō Transliteration B: skeuopoieō Transliteration C: skevopoieo Beta Code: skeuopoie/w

English (LSJ)

   A fabricate, [[[ὄργανα]]] Plu.Marc.16 (Pass.); ῥυτόν Ath. 11.497b (Pass.).    II esp. prepare by art or cunning, σ. τὰς ὄψεις, of women painting their faces, Alex.98.[27]; σ. διαθήκας forge a will, Is.Fr.8, cf. Fr.89, Hyp.Fr.124:—Pass., to be tricked out, disguised, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Plu.2.59b.

German (Pape)

[Seite 894] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιέω: κατασκευάζω, ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, παρασκευάζω διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην γράφω, πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, ἀλλάσσω ἔνδυμα, μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. σκευωρέομαι II.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;
Moy. σκευοποιέομαι-οῦμαι se parer de, τινι.
Étymologie: σκευοποιός.

Greek Monotonic

σκευοποιέω: μέλ. -ήσω (σκευοποιός), κατασκευάζω, φτιάχνω, επινοώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκευοποιέω:
1) изготовлять, делать (ὄργανα Plut.);
2) наряжать, одевать: τοῖς συμβόλοις τινός σκευοποιεῖσθαι Plut. надевать на себя чей-л. наряд.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποιέω [σκευοποιός] vervaardigen ( spec. werktuigen).

Middle Liddell

σκευοποιέω, fut. -ήσω σκευοποιός
to fabricate, Plut.