συγκαμπή: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαμπή''': ἡ, [[σύγκαμψις]], ἄρθρωσις, «κλείδωσις», [[ἁρμός]], αὐχὴν λαγαρὸς κατὰ τὴν σ. Ξενοφ. Ἱππ. 1, 1· αἱ σ., ἐπὶ τῶν δακτύλων, Πόλυβος παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 3, 4· αἱ τῶν ἄρθρων σ. [[Πολυδ]]. Β΄, 234.
|lstext='''συγκαμπή''': ἡ, [[σύγκαμψις]], ἄρθρωσις, «κλείδωσις», [[ἁρμός]], αὐχὴν λαγαρὸς κατὰ τὴν σ. Ξενοφ. Ἱππ. 1, 1· αἱ σ., ἐπὶ τῶν δακτύλων, Πόλυβος παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 3, 4· αἱ τῶν ἄρθρων σ. Πολυδ. Β΄, 234.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[συγκάμπτω]]<br /><b>1.</b> [[σύγκαμψις]]<br /><b>2.</b> [[άρθρωση]], [[κλείδωση]], [[αρμός]] («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=ἡ, Α [[συγκάμπτω]]<br /><b>1.</b> [[σύγκαμψις]]<br /><b>2.</b> [[άρθρωση]], [[κλείδωση]], [[αρμός]] («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαμπή Medium diacritics: συγκαμπή Low diacritics: συγκαμπή Capitals: ΣΥΓΚΑΜΠΗ
Transliteration A: synkampḗ Transliteration B: synkampē Transliteration C: sygkampi Beta Code: sugkamph/

English (LSJ)

ἡ,

   A bight, joint, of the elbow joints, Hp.Nat.Hom.11 (pl.); αὐχὴν λαγαρὸς τὰ κατὰ τὴν σ. X.Eq.1.8; αἱ σ., of the fingers, Arist.HA513a3; αἱ τῶν ἄρθρων σ. Poll.2.234.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Zusammenbiegung, Einbng; Xen. Equ. 1, 8; Poll. 2, 234; bei Arist. H. A. 3, 3 heißen so die Finger.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαμπή: ἡ, σύγκαμψις, ἄρθρωσις, «κλείδωσις», ἁρμός, αὐχὴν λαγαρὸς κατὰ τὴν σ. Ξενοφ. Ἱππ. 1, 1· αἱ σ., ἐπὶ τῶν δακτύλων, Πόλυβος παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 3, 4· αἱ τῶν ἄρθρων σ. Πολυδ. Β΄, 234.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pli, jointure.
Étymologie: συγκάμπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α συγκάμπτω
1. σύγκαμψις
2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.).

Greek Monotonic

συγκαμπή: ἡ, θηλιά, άρθρωση, αρμός, κλείδωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συγκαμπή: ἡ анат. сгиб, сочленение Xen., Arst.

Middle Liddell

συγ-καμπή, ἡ,
a bight, joint, Xen.