ἀνθρωπέη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπέη''': συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. [[ἐσφαλμένως]] ἀνθρωπηΐη) [[Πολυδ]]. Β΄, 5.
|lstext='''ἀνθρωπέη''': συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. [[ἐσφαλμένως]] ἀνθρωπηΐη) Πολυδ. Β΄, 5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπέη Medium diacritics: ἀνθρωπέη Low diacritics: ανθρωπέη Capitals: ΑΝΘΡΩΠΕΗ
Transliteration A: anthrōpéē Transliteration B: anthrōpeē Transliteration C: anthropei Beta Code: a)nqrwpe/h

English (LSJ)

contr. ἀνθρω-πῆ (sc. δορά), ἡ,

   A man's skin, like ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, etc., Hdt.5.25 codd., Poll.2.5.

German (Pape)

[Seite 234] zsgz. ἀνθρωπῆ,ἡ, sc. δορά, die Menschenhaut, Poll. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπέη: συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. δορά), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. ἐσφαλμένως ἀνθρωπηΐη) Πολυδ. Β΄, 5.

Spanish (DGE)

-ης

• Alolema(s): contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5
piel de hombre Hdt.5.25, Poll.l.c.

Greek Monotonic

ἀνθρωπέη: συνηρ. -πῆ (ενν. δορά), , το ανθρώπινο δέρμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπέη: стяж. ἀνθρωπῆ, v. l. ἀνθρωπηΐη ἡ (sc. δορά) человеческая кожа Her.

Middle Liddell

[cf. δορά
a man's skin, Hdt.