ἰκριοποιός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰκριοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων [[ἴκρια]] ἢ θρανία, | |lstext='''ἰκριοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων [[ἴκρια]] ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγο</i>-[[ποιός]], <i>κλειδο</i>-[[ποιός]]. | |mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγο</i>-[[ποιός]], <i>κλειδο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:26, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.
Greek Monolingual
ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο-ποιός, κλειδο-ποιός.