μόδα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moda
|Transliteration C=moda
|Beta Code=mo/da
|Beta Code=mo/da
|Definition=<b class="b3">στρώματα</b>, Hsch.
|Definition=[[στρώματα]], Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:40, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόδα Medium diacritics: μόδα Low diacritics: μόδα Capitals: ΜΟΔΑ
Transliteration A: móda Transliteration B: moda Transliteration C: moda Beta Code: mo/da

English (LSJ)

στρώματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].