αγκιστρώνω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(1) |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM | |mltxt=(AM ἀγκιστοῦμαι, -όομαι)<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με [[αγκίστρι]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[δόλωμα]] σε [[αγκίστρι]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] αγκίστρου, [[κάμπτω]]<br /><b>4.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[άγκιστρο]], [[γαντζώνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλκω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2<br />(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με [[αγκίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγκιστρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγκιστρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκίστρωση]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM ἀγκιστοῦμαι, -όομαι)
1. συλλαμβάνω με αγκίστρι
2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι
3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω
4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω
νεοελλ.-μσν.
έλκω, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2
(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον.
ΠΑΡ. ἀγκιστρωτός
νεοελλ.
αγκίστρωση].