φανερώνω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]].
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]].
}}
}}

Revision as of 18:46, 24 October 2020

Greek Monolingual

φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεροῦμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.