Νεῖλος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Neilos
|Transliteration C=Neilos
|Beta Code=&#42;nei=los
|Beta Code=&#42;nei=los
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Nile]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>338</span>, etc.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Nile]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>338</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:49, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεῖλος Medium diacritics: Νεῖλος Low diacritics: Νείλος Capitals: ΝΕΙΛΟΣ
Transliteration A: Neîlos Transliteration B: Neilos Transliteration C: Neilos Beta Code: *nei=los

English (LSJ)

ὁ,    A Nile, Hes.Th.338, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νεῖλος: ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 338· ― παρ’ Ὁμ. ὁ ποταμὸς καλεῖται Αἴγυπτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Nil.

English (Slater)

Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) (I. 2.42) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) (P. 4.56) test., Philostratus Maior, imag. (I. 5.2), ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.

Greek Monotonic

Νεῖλος: ὁ, ο ποταμός Νείλος, πρώτη φορά αναφέρεται στον Ησίοδ.· στον Όμηρ. ο ποταμός ονομάζεται ως Αἴγυπτος.

Russian (Dvoretsky)

Νεῖλος: ὁ Нил (у Hom. - Αἴγυπτος, река в Египте) Hes., Her. etc.

Middle Liddell

Νεῖλος, ὁ,
the Nile, first in Hes.;—in Hom. the river is called Αἴγυπτος.