εὐκοινώνητος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkoinonitos
|Transliteration C=efkoinonitos
|Beta Code=eu)koinw/nhtos
|Beta Code=eu)koinw/nhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easy to deal with]], εἰς χρήματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1121a4</span>, cf. <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>22.269c</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easy to deal with]], εἰς χρήματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1121a4</span>, cf. <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>22.269c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:44, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκοινώνητος Medium diacritics: εὐκοινώνητος Low diacritics: ευκοινώνητος Capitals: ΕΥΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eukoinṓnētos Transliteration B: eukoinōnētos Transliteration C: efkoinonitos Beta Code: eu)koinw/nhtos

English (LSJ)

ον,    A easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].

Greek Monotonic

εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκοινώνητος: с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.

Middle Liddell

εὐ-κοινώνητος, ον κοινωνέω
easy to deal with, Arist.