εὐπρόσεδρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(cc1) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efprosedros | |Transliteration C=efprosedros | ||
|Beta Code=eu)pro/sedros | |Beta Code=eu)pro/sedros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v.l. for [[εὐπάρεδρος]] (q.v.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:55, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
English (Strong)
from εὖ and the same as προσεδρεύω; sitting well towards, i.e. (figuratively) assiduous (neuter, diligent service): X attend upon.
English (Thayer)
εὐπρόσεδρον (εὖ, and πρόσεδρος (sitting near)), see εὐπάρεδρος.
Greek Monolingual
εὐπρόσεδρος, -ον (Α)
1. ευπάρεδρος
2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ-εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + -εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, πρό-εδρος].
Greek Monotonic
εὐπρόσεδρος: -ον, = εὐπάρεδρος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὐπρόσεδρος, ον = εὐπάρεδρος, NTest.]
Chinese
原文音譯:eÙprÒsedroj 由-普羅士-誒得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-向-安頓妥
字義溯源:好好相對坐著,忠實的,專心的,忠誠的,侍候著,殷勤,服事,殷勤服事;由(εὖ / εὖγε)=好)與(παρεδρεύω / προσεδρεύω)=坐近)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (παρεδρεύω / προσεδρεύω)又由(πρός)=向著)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。註:和合本以編號 (εὐπάρεδρος)代替 (εὐπάρεδρος / εὐπρόσεδρος)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 服事(1) 林前7:35