θέσπισμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thespisma
|Transliteration C=thespisma
|Beta Code=qe/spisma
|Beta Code=qe/spisma
|Definition=ατος, τό, mostly in pl. θεσπίσματα, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[oracle]]s, [[oracular saying]]s, <span class="bibl">Hdt. 2.29</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>86</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>971</span>: sg., <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>405</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[imperial]] [[constitution]], Wilcken <span class="title">Chr.</span>6.12 (pl., v A.D.), <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>113.1.1</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, mostly in pl. θεσπίσματα, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[oracle]]s, [[oracular saying]]s, <span class="bibl">Hdt. 2.29</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>86</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>971</span>: sg., <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>405</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[imperial]] [[constitution]], Wilcken <span class="title">Chr.</span>6.12 (pl., v A.D.), <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>113.1.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:19, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσπισμα Medium diacritics: θέσπισμα Low diacritics: θέσπισμα Capitals: ΘΕΣΠΙΣΜΑ
Transliteration A: théspisma Transliteration B: thespisma Transliteration C: thespisma Beta Code: qe/spisma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl. θεσπίσματα,    A oracles, oracular sayings, Hdt. 2.29, A.Fr.86, S.OT971: sg., E.Ion405.    2 imperial constitution, Wilcken Chr.6.12 (pl., v A.D.), Just.Nov.113.1.1.

German (Pape)

[Seite 1204] τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα θεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί θέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.

Greek (Liddell-Scott)

θέσπισμα: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) διάταγμα τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prescription des dieux, oracle.
Étymologie: θεσπίζω.

Spanish

oráculo, vaticinio

Greek Monolingual

το (ΑΜ θέσπισμα) θεσπίζω
νεοελλ.
1. νομοθέτημα
2. (κατ' επέκτ.) διάταγμα
3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου
4. στον πληθ. τα θεσπίσματα
εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση του 1862
5. φρ. «κλητήριο θέσπισμα» — δικαστικό έγγραφο με το οποίο ο κατηγορούμενος καλείται απευθείας να παρουσιαστεί στο ακροατήριο
μσν.-αρχ.
δόγμα της συγκλήτου ή πρόσταγμα του αυτοκράτορα
αρχ.
στον πληθ. χρησμοί.

Greek Monotonic

θέσπισμα: -ατος, τό (θεσπίζω), στον πληθ., χρησμοδοτήσεις, προφητείες, μαντικοί λόγοι, σε Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θέσπισμα: ατος τό преимущ. pl. предсказание, прорицание, пророчество Her., Trag.

Middle Liddell

θέσπισμα, ατος, τό, θεσπίζω
in pl., oracular sayings, Hdt., Soph.

English (Woodhouse)

message from heaven, something predicted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)