θι: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(1ab) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thi | |Transliteration C=thi | ||
|Beta Code=qi | |Beta Code=qi | ||
|Definition=termin. of the locative case, <span class="sense" | |Definition=termin. of the locative case, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> Ἰλιόθι πρό <span class="bibl">Il.8.561</span>; ἠῶθι πρό <span class="bibl">11.50</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., <b class="b3">ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι</b>, etc., cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>205.35</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:30, 10 December 2020
English (LSJ)
termin. of the locative case, A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50. II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.
Greek (Liddell-Scott)
θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.
English (Autenrieth)
(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.
Greek Monotonic
θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θῐ: энклитический суффикс со значением:
1) в (на вопрос «где?»): κηρόθι Hom. в сердце; οἴκοθι Hom. дома, в доме; ἄλλοθι Hom., Plat. в другом месте; αὐτόθι Hom., Her. в том самом месте; ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2) во время: ἠῶθι Hom. на заре; ἠῶθι πρό Hom. до рассвета.
Middle Liddell
I. originally a termin. of the gen., as in Ἰλιόθι πρό, ἠῶθι πρό Il.
II. insepar. Affix of several Substs., Adjs., and Pronouns, to which it gives an adv. sense, denoting the place at which, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc.