λιθουλκός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithoulkos | |Transliteration C=lithoulkos | ||
|Beta Code=liqoulko/s | |Beta Code=liqoulko/s | ||
|Definition=όν, (ἕλκω) <span class="sense" | |Definition=όν, (ἕλκω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[quarrying stones]], <span class="bibl">Poll.7.118</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst. <b class="b3">λ., ὁ</b>, [[instrument for extracting the stone]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.45.6.2</span>, <span class="bibl">Aët.16.111</span> (101), <span class="bibl">Paul.Aeg.6.60</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:58, 11 December 2020
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) A quarrying stones, Poll.7.118. II as Subst. λ., ὁ, instrument for extracting the stone, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.
German (Pape)
[Seite 46] Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λιθουλκός, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
Greek Monolingual
-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].