μυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myroforos
|Transliteration C=myroforos
|Beta Code=murofo/ros
|Beta Code=murofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bearing unguents]], <span class="bibl">Poll.10.119</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bearing unguents]], <span class="bibl">Poll.10.119</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροφόρος Medium diacritics: μυροφόρος Low diacritics: μυροφόρος Capitals: ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myrophóros Transliteration B: myrophoros Transliteration C: myroforos Beta Code: murofo/ros

English (LSJ)

ον,    A bearing unguents, Poll.10.119.

German (Pape)

[Seite 221] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροφόρος: -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες
εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα της Ανάστασης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μυροφόρα
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].