παντέλεια: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panteleia | |Transliteration C=panteleia | ||
|Beta Code=pante/leia | |Beta Code=pante/leia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[consummation]], ἡ π. τῆς καταφθορᾶς <span class="bibl">Plb.1.48.9</span>; π. ἀρετῆς <span class="bibl">Ph.1.38</span>; <b class="b3">πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν</b> prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; <b class="b3">εἰς π. διδαχθῆναι</b>, opp. <b class="b3">εἰς τύπωσιν</b>, Phld. <span class="title">Rh.</span>2.34S.; <b class="b3">τριετηρικὴ π</b>., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. <span class="title">IG</span> 3.77. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[παντέλεια]] was a Pythagorean name of the number [[ten]], Theol.Ar.63.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A consummation, ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9; π. ἀρετῆς Ph.1.38; πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Phld. Rh.2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. IG 3.77. II παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, Theol.Ar.63.
German (Pape)
[Seite 463] ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφθορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.
Greek (Liddell-Scott)
παντέλεια: ἡ, ἡ παντελὴς τελειότης, τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾶς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων .. ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἄχρειωθῆναι Πολύβ. 1. 48, 9· π. τῶν ἀγαθῶν, ἐπὶ τῆς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, Πλούτ. 2. 1061Ε, Κλήμ. Ἀλ. 498 τριετηρικὴ π., ἐπὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων, Πλούτ. 2. 671D. ΙΙ. παντέλεια ἦτο πυθαγόρειον ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ δέκα, Θεολ. Ἀριθμ. 63· καλεῖται καὶ παντελὴς ἀριθμὸς ὑπὸ τοῦ Φιλολάου ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· παντέλειος παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 782.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
achèvement, fin ; le dernier terme de l’initiation aux mystères ; ἡ τριετηρικὴ παντέλεια PLUT l’accomplissement triennal des grands mystères.
Étymologie: παντελής.
Greek Monolingual
ἡ, Α παντελής
1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾱς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀχρειωθῆναι», Πολ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός δέκα.
Greek Monotonic
παντέλεια: ἡ, ολοκλήρωση, τελειοποίηση, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παντέλεια: ἡ
1) доведение до конца, довершение (τῆς διαφθορᾶς Polyb.);
2) доведение до совершенства, завершение, высшая ступень (τῶν ἀγαθῶν Plut.): ἡ τριετηρικὴ π. Plut. трехгодичное завершение, т. е. великие мистерии;
3) (у пифагорейцев) число десять, десятерица (как символ совершенства).
Middle Liddell
παντέλεια, ἡ,
consummation, Polyb. [from παντελής