πολυσπαθής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyspathis | |Transliteration C=polyspathis | ||
|Beta Code=poluspaqh/s | |Beta Code=poluspaqh/s | ||
|Definition=ές, (σπάθη) <span class="sense" | |Definition=ές, (σπάθη) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[close-woven]], πέπλοι <span class="title">AP</span>6.39 (Arch.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, (σπάθη) A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).
Greek Monotonic
πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).