πολύοχλος: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyochlos | |Transliteration C=polyochlos | ||
|Beta Code=polu/oxlos | |Beta Code=polu/oxlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[much-peopled]], [[populous]], χώρα <span class="bibl">Plb.3.49.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[very prolific]], δήμου εἴδη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1291b23</span>; for <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>166</span> v. [[πολιοῦχος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:08, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A much-peopled, populous, χώρα Plb.3.49.5. II very prolific, δήμου εἴδη Arist.Pol.1291b23; for E.Rh.166 v. πολιοῦχος.
German (Pape)
[Seite 668] volkreich, χώρα, Pol. 3, 49, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολύοχλος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ὄχλον, πολλοὺς κατοίκους, χώρα Πολύβ. 3. 49, 5· πρβλ. πολυοχλέομαι. ΙΙ. πολυάριθμος, δήμου εἴδη πολύοχλα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· ― περὶ τῆς εἰκασίας τοῦ Reiske ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 166 ἴδε πολιοῦχος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très peuplé;
2 très nombreux.
Étymologie: πολύς, ὄχλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τόπους) πολυάνθρωπος
2. (για επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες) πολυάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄχλος «πλήθος» (πρβλ. ά-οχλος, φίλ-οχλος)].
Greek Monotonic
πολύοχλος: -ον, I. αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Πολύβ.
II. πολυάριθμος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πολύοχλος:
1) весьма населенный, многолюдный (χώρα Polyb.);
2) многочисленный (δήμου εἴδη Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύοχλος -ον [πολύς, ὄχλος] zeer talrijk.
Middle Liddell
πολύ-οχλος, ον,
I. much-peopled, populous, Polyb.
II. very numerous, Arist.