στρόφαλος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(38) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strofalos | |Transliteration C=strofalos | ||
|Beta Code=stro/falos | |Beta Code=stro/falos | ||
|Definition=ὁ,= <span class="sense" | |Definition=ὁ,= <span class="sense"> <span class="bld">A</span> ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.<span class="title">Procl.</span>28.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:06, 11 December 2020
English (LSJ)
ὁ,= A ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.Procl.28.
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, ein Kreisel, Ἑκατικός, Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφᾰλος: ὁ, στρόβιλος, πρᾶγμα περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, στρόβιλος ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα έμβολο, ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη μεσολάβηση ενός διωστήρα
2. ιατρ. οξεία μορφή κνήφης, καμιά φορά πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική ηλικία, η οποία παρουσιάζεται κατά κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την οδοντοφυΐα
νεοελλ.-μσν.
κεκαμμένη λαβή με την οποία στρέφεται κάτι, μανιβέλα, χερούλι
αρχ.
1. στρόβιλος, τροχός και, γενικά, καθετί που περιστρέφεται
2. φρ. «στρόφαλος Ἑκατικός» — στρόβιλος ή τροχός που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + επίθημα -αλ-ος (πρβλ. πάσσ-αλ-ος)].