στόνος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stonos
|Transliteration C=stonos
|Beta Code=sto/nos
|Beta Code=sto/nos
|Definition=ὁ, (στένω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sighing]] or [[groaning]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν <span class="bibl">Il.4.445</span>; αἷμα καὶ ἀργαλέος σ. ἀνδρῶν <span class="bibl">19.214</span>; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής <span class="bibl">10.483</span>, <span class="bibl">Od.22.308</span>; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων <span class="bibl">23.40</span>; <b class="b3">διήκει δὲ καὶ πόλιν σ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>900</span> (lyr.); <b class="b3">στόνον σαυτοῦ ποεῖ</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>752</span>; in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>146</span> (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 592</span> (lyr.): rare in Prose, <span class="bibl">Th.7.71</span>.</span>
|Definition=ὁ, (στένω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sighing]] or [[groaning]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν <span class="bibl">Il.4.445</span>; αἷμα καὶ ἀργαλέος σ. ἀνδρῶν <span class="bibl">19.214</span>; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής <span class="bibl">10.483</span>, <span class="bibl">Od.22.308</span>; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων <span class="bibl">23.40</span>; <b class="b3">διήκει δὲ καὶ πόλιν σ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>900</span> (lyr.); <b class="b3">στόνον σαυτοῦ ποεῖ</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>752</span>; in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>146</span> (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 592</span> (lyr.): rare in Prose, <span class="bibl">Th.7.71</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνος Medium diacritics: στόνος Low diacritics: στόνος Capitals: ΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: stónos Transliteration B: stonos Transliteration C: stonos Beta Code: sto/nos

English (LSJ)

ὁ, (στένω)    A sighing or groaning, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; αἷμα καὶ ἀργαλέος σ. ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; διήκει δὲ καὶ πόλιν σ. A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in pl., A.Th.146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.

Greek (Liddell-Scott)

στόνος: ὁ, (στένω) στεναγμός, γογγυσμός, θρῆνος, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· αἷμα καὶ ἀργαλέος στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ ἀεικής Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον σαυτοῦ ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gémissement ; qqf en parl. du bruit de la mer.
Étymologie: στένω.

English (Autenrieth)

(στένω): sighing, groaning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ.
β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον- του στένω (πρβλ. λέγω: λόγος)].

Greek Monotonic

στόνος: ὁ (στένω), στεναγμός, γογγυσμός, θρήνος, βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στόνος:
1) стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;
2) гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).

Middle Liddell

στόνος, ὁ, στένω
a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)