συμμεταδίδωμι: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmetadidomi | |Transliteration C=symmetadidomi | ||
|Beta Code=summetadi/dwmi | |Beta Code=summetadi/dwmi | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[impart information about]] a matter, <b class="b3">σ. τινί τινος</b> or <b class="b3">περί τινος</b>, <span class="bibl">Plb.5.36.2</span>, <span class="bibl">22.14.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 11 December 2020
English (LSJ)
A impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.
German (Pape)
[Seite 981] (s. δίδωμι), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].
Russian (Dvoretsky)
συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).