συνδιαφθείρω: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiaftheiro | |Transliteration C=syndiaftheiro | ||
|Beta Code=sundiafqei/rw | |Beta Code=sundiafqei/rw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[destroy at the same time]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>585a10</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.24d</span>; [[corrupt at the same time]], ἑαυτῷ σ. καὶ τἄλλα Gal.15.874:—Pass., to [[be corrupted along with]], ἡμῖν <span class="bibl">Isoc.8.41</span>, cf. <span class="bibl">Din.3.19</span>, Gal.15.697; <b class="b3">συνδιαφθᾰρεὶς τῷ σώματι τὰς φρένας</b> [[having]] his mind <b class="b2">destroyed with . .</b>, <span class="bibl">D.H.3.36</span>: pf. [[συνδιέφθορα]] in pass. sense, <span class="bibl">D.S.38.15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:50, 12 December 2020
English (LSJ)
A destroy at the same time, Arist.HA585a10, Jul.Or.1.24d; corrupt at the same time, ἑαυτῷ σ. καὶ τἄλλα Gal.15.874:—Pass., to be corrupted along with, ἡμῖν Isoc.8.41, cf. Din.3.19, Gal.15.697; συνδιαφθᾰρεὶς τῷ σώματι τὰς φρένας having his mind destroyed with . ., D.H.3.36: pf. συνδιέφθορα in pass. sense, D.S.38.15.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich verderben, vernichten, bestechen; συνδιέφθαρται ὁ δῆμος τῶν ῥητόρων τισί, Din. 3, 17: Isocr. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας μετὰ τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα μετὰ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.
French (Bailly abrégé)
détruire en même temps ; Pass. être détruit ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαφθείρω.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταστρέφω κάποιον ή κάτι ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («πόνου παρασχόντα συνδιαφθείρει τὸ προϋπάρχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. βλάπτω ηθικά, διαφθείρω κάποιον από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον
2. παθ. συνδιαφθείρομαι
συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι ερωτικά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαφθείρω act. mede of tegelijk (met...) vernietigen, met acc. en dat., met acc. en μετά + gen.. συνδιαφθεῖραι μετὰ τῶν φίλων καὶ τῶν χρημάτων ἑαυτόν ook zichzelf te gronde richten, samen met zijn vrienden en zijn geld. samen (met...) corrumperen of perverteren, met acc. en dat.; ook pass.. μήπω συνδιεφθαρμένος ἡμῖν nog niet met ons gecorrumpeerd Isocr. 8.41. pass. intrans. met perf. συνδιέφθορα mede verloren gaan, tegelijk (met...) verloren gaan: met dat..; πολὺ συνδιεφθάρη μέρος αὐτῷ τῆς δυνάμεως en een groot deel van de macht ging mét hem verloren Plut. Agis et Cl. 39.1; abs.. τῶν ἀνδρῶν οἱ πλεῖστοι συνδιεφθάρησαν de meeste van de mannen kwamen ook om Plut. Cim. 13.3.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαφθείρω: (Diod. pf. в знач. pass. συνδιέφθορα) одновременно повреждать, губить, уничтожать (τι Arst.): συνδιαφθείρεσθαί τινι Isocr., Plut. погибать вместе с кем(чем)-л.