συνοψίζω: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synopsizo | |Transliteration C=synopsizo | ||
|Beta Code=sunoyi/zw | |Beta Code=sunoyi/zw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bring into a general view, sum up</b>, <span class="bibl">Herm.<span class="title">in Phdr.</span> p.156A.</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>918.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[estimate]], PFay.26.13 (ii A.D.):— Pass., to [[be estimated]], πρὸς τὰ ἐγνωσμένα <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>82.2</span> (ii B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>4p.70</span> (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1469.7</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:01, 12 December 2020
English (LSJ)
A bring into a general view, sum up, Herm.in Phdr. p.156A., Simp.in Ph.918.13. 2 estimate, PFay.26.13 (ii A.D.):— Pass., to be estimated, πρὸς τὰ ἐγνωσμένα PTeb.82.2 (ii B.C.), cf. Stud.Pal.4p.70 (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ POxy.1469.7 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοψίζω: φέρω ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, ὅταν τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― ἐντεῦθεν συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σύνοψις
εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
μσν.
μέσ. συνοψίζομαι
α) συναντώ κάποιον
β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)
αρχ.
1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον
2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῡ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῑσθαι ναυβίων υ'», πάπ.).