τελωνία: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=telonia | |Transliteration C=telonia | ||
|Beta Code=telwni/a | |Beta Code=telwni/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[office of]] [[τελώνης]]: [[tax-farming]], <span class="bibl">D.21.166</span>; [[τελώνας]] (leg. [[τελωνίας]]) καὶ βιαίους πράξεις ἀποτελεῖ <span class="bibl">Vett.Val.2.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:45, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A office of τελώνης: tax-farming, D.21.166; τελώνας (leg. τελωνίας) καὶ βιαίους πράξεις ἀποτελεῖ Vett.Val.2.11.
German (Pape)
[Seite 1089] ἡ, = τελωνεία, Dem. 21, 166 u. Sp., wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
τελωνία: ἡ, τὸ ἔργον ἢ ὑπούργημα τοῦ τελώνου· ἡ ἐκμίσθωσις, εἴσπραξις τῶν δημοσίων προσόδων, Δημ. 568. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ferme des impôts, perception des impositions.
Étymologie: τελώνης.
Greek Monolingual
και τελωνεία, ἡ, Α τελώνης
1. η εκμίσθωση τών δημόσιων προσόδων
2. το αξίωμα του τελώνη
3. μτφ. υπερβολική χρέωση.
Greek Monotonic
τελωνία: ἡ, το έργο του τελώνου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τελωνία: ἡ откуп налогов Dem.
Middle Liddell
τελωνία, ἡ,
the office of τελώνης, Dem.