τρισκελής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triskelis
|Transliteration C=triskelis
|Beta Code=triskelh/s
|Beta Code=triskelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[three-legged]], τράπεζα <span class="bibl">Cratin.301</span>; ξόανον <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span> 4.3</span>; βάσις <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>88.4</span>; <b class="b3">κτεὶς τ</b>., name of a bandage, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span> 45</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[three-legged]], τράπεζα <span class="bibl">Cratin.301</span>; ξόανον <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span> 4.3</span>; βάσις <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>88.4</span>; <b class="b3">κτεὶς τ</b>., name of a bandage, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span> 45</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:10, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκελής Medium diacritics: τρισκελής Low diacritics: τρισκελής Capitals: ΤΡΙΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: triskelḗs Transliteration B: triskelēs Transliteration C: triskelis Beta Code: triskelh/s

English (LSJ)

ές,    A three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία στηρίγματα, τρία πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», Κρατίν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει τρεις κλάδους ή τρία σημείατρισκελής ερώτηση»)
αρχ.
μτφ. (για ξόανο) αυτός που έχει πριαπική διάταση του φαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ἑξα-σκελής].

Greek Monotonic

τρισκελής: -ές, αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία πόδια, ξόανον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκελής: треногий (ξόανον Theocr.).

Middle Liddell

τρι-σκελής, ές
three-legged, ξόανον Theocr.