ξόανο
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
και ξόγανο, το (ΑΜ ξόανον)
πανάρχαιο λατρευτικό είδωλο, ομοίωμα θεού κατασκευασμένο κατά κανόνα από ξύλο, συνήθως κακότεχνο
νεοελλ.
μτφ. α) άνθρωπος ανόητος, κουτός, «κούτσουρο»
β) άνθρωπος άσχημος, κακοφτειαγμένος
μσν.-αρχ.
(υβριστικά) κάθε ειδωλολατρικό άγαλμα
αρχ.
1. ομοίωμα θεού το οποίο πιστευόταν ότι είχε στείλει εξ ουρανού ο Ζευς
2. παράσταση, απεικόνιση σκαραβαίου
3. είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω + επίθημα -ανον (πρβλ. όχανον, πλόκανον)].