ἀνδρειφόντης: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andreifontis | |Transliteration C=andreifontis | ||
|Beta Code=a)ndreifo/nths | |Beta Code=a)ndreifo/nths | ||
|Definition=ον, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ον, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[man-slaying]], epith. of [[Ἐνυάλιος]], <span class="bibl">Il.2.651</span>, etc.; but the metre requires <b class="b3">ἀδρι-φόντης</b>, cf. [[ἀνδρότης]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, ὁ, A man-slaying, epith. of Ἐνυάλιος, Il.2.651, etc.; but the metre requires ἀδρι-φόντης, cf. ἀνδρότης.
German (Pape)
[Seite 217] Ἐνυάλιος, der Männer mordende, Il. 2, 651. 7, 166. 8, 264. 17, 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (φονεύω) ἀνδροφόνος, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Ἰλ. Β. 651, κτλ.: πρβλ. ἀνδροφόνος: ἀλλὰ τὸ μέτρον φαίνεται ὡς νὰ ἀπαιτῇ ἀνδροφόντης, πρβλ. ἁδρός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tueur d’hommes.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.
Spanish (DGE)
-ου
• Grafía: tb. ἀνδρεφ- Eust.183.6
matador de hombres epít. de Enialio Il.2.651, cf. Hsch., Eust.l.c.
Greek Monolingual
ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)
ανδροκτόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -φόντης < θείνω «σκοτώνω», με επίδραση του φόνος. Ο τ. ανδρειφόντης αντί ανδροφόντης αναλογικά προς το αργειφόντης].
Greek Monotonic
ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (ἀνήρ, *φένω), αυτός που φονεύει άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.