ἀσκαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askaris
|Transliteration C=askaris
|Beta Code=a)skari/s
|Beta Code=a)skari/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[worm in the intestines]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.26</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 551a10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[larva of the]] [[ἐμπίς]], ib.<span class="bibl">551b27</span>.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[worm in the intestines]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.26</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 551a10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[larva of the]] [[ἐμπίς]], ib.<span class="bibl">551b27</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκαρίς Medium diacritics: ἀσκαρίς Low diacritics: ασκαρίς Capitals: ΑΣΚΑΡΙΣ
Transliteration A: askarís Transliteration B: askaris Transliteration C: askaris Beta Code: a)skari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A worm in the intestines, Hp.Aph.3.26, Arist.HA 551a10.    II larva of the ἐμπίς, ib.551b27.

German (Pape)

[Seite 370] ίδος, ἡ, sowohl ein Eingeweidewurm, als auch die Larve einer Wassermücke, Arist. H. A. 5, 19. Bei Hippocr. kleine Würmer im Mastdarm, bes. der Kinder.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαρίς: -ίδος, ἡ, σκώληξ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη τρία, ἥ τε ὀνομαζομένη πλατεῖα καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. ἕλμινς ΙΙ. τὸ ἔμβρυον τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
entom.
1 ascáride, lombriz intestinal Hp.Aph.3.26, Prorrh.1.138, Arist.HA 551a10.
2 larva del estro o moscardón, Arist.HA 551b27, del mosquito, Arist.HA 487b5.

• Etimología: Deriv. de ἀσκαρίζω q.u.

Greek Monolingual

(-ίδος), η (Α ἀσκαρίς)
σκουλήκι των εντέρων
αρχ.
το έμβρυο της εμπίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης χρησιμοποιείται ο χωρίς προθετικό α- τ. σκαρίς. «σκαρίδες
είδος ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. ασκαρίζω «σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, παρά τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η ετυμολογία αυτή. Ο τ. ασκαρίς μέσω του όψιμου λατ. ascaris έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. Ascaris. Εξάλλου το γερμ. Springwurm, με κυριολεκτική σημασία «σκουλήκι που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό δάνειο του ελληνικού].

Russian (Dvoretsky)

ἀσκᾰρίς: ίδος ἡ1) аскарида (предполож. Oxyuris vermicularis) Arst.;
2) личинка комара Arst.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: worm in the intestines, larve of the gnat (Hp.).
Other forms: Also σκαρίδες εἶδος ἑλμίνθων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Generally, e.g. Strömberg Wortstudien 24, taken from ἀσκαρίζω spring; "semantisch nicht ganz überzeugend" Frisk. (Germ. Springwurm is a calque from Greek.) If the prothesis \/ absence of the initial vowel is original and not a recent development, rather a substr. word.

Frisk Etymology German

ἀσκαρίς: -ίδος
{askarís}
Grammar: f.
Meaning: Eingeweidewurm, Springwurm, Stechmückenlarve (Hp., Arist.).
Derivative: Ableitung: ἀσκαριδώδης (Hp.). Daneben σκαρίδες· εἶδος ἑλμίνθων H.
Etymology : Nach L. Meyer, Prellwitz, Strömberg Wortstudien 24 postverbal zu ἀσκαρίζω springen, hüpfen; semantisch nicht ganz überzeugend. — Dt. Springwurm ist Lehnübersetzung.
Page 1,163