ἐκκρεμάννυμι: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkremannymi | |Transliteration C=ekkremannymi | ||
|Beta Code=e)kkrema/nnumi | |Beta Code=e)kkrema/nnumi | ||
|Definition=fut. <b class="b3">-κρεμάσω</b>, <span class="sense" | |Definition=fut. <b class="b3">-κρεμάσω</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[hang from]] or [[upon]] a thing, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>22</span> (dub.) ; τι ἔκ τινος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1363</span> ; λίθον τοῦ ποδός <span class="title">AP</span>11.100 (Lucill.) ; τινὰ ἐξ Ὀλύμπου <span class="bibl">Apollod.1.3.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., like [[ἐκκρέμαμαι]], [[hang on by]], [[cling to]], c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι <span class="bibl">Th.7.75</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., to [[be devoted to]], Ἄρεος <span class="bibl">E. <span class="title">El.</span>950</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:24, 12 December 2020
English (LSJ)
fut. -κρεμάσω, A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ; τι ἔκ τινος Ar.Eq.1363 ; λίθον τοῦ ποδός AP11.100 (Lucill.) ; τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5. II Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.Tox.6. 2 metaph., to be devoted to, Ἄρεος E. El.950.
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρεμάννυμι), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; Ἄρεος, ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμάννῡμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ ἐκκρέμαμαι, προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν θέλω ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, εἶναι ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950.
French (Bailly abrégé)
suspendre une chose à une autre;
Moy. ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s’attacher aux bras ou aux vêtements de qqn.
Étymologie: ἐκ, κρεμάννυμι.
Spanish (DGE)
(ἐκκρεμάννῡμι) I tr.
1 colgar, suspender c. ac. de cosa τι ... βάρος Hp.Art.22, cf. Superf.8, c. ac. de cosa y gen. o giro prep. λύχνον ... χρυσῆς ἁλύσεως I.BI 7.429, τοῦ ποδὸς ... λίθον AP 11.100 (Lucill.), ὅπως ἐκκρεμάσῃ ἐκ τοῦ οἴκου ... κόκκινον 1Ep.Clem.12.7, cóm. c. ac. de pers. ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον Ar.Eq.1363
•en v. med. mismo sent., c. ac. de cosa y ὑπέρ c. gen. ἤν ποτε ... στεφάνους προθύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι AP 5.92 (Rufin.).
2 fig. hacer depender εἰς ὀλοὴν ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας AP 1.101 (Men.Prot.).
II intr., gener. en v. med.
1 colgarse c. gen. τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, ἐκκρεμάννυνται δὲ περὶ τὴν θαλάμην τὰ ᾠά los huevos quedan suspendidos alrededor del agujero al desovar el pulpo, Arist.HA 549b34, τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαννυμένην ἀποσεισάμενος zarandeando a su mujer que se colgaba de él Luc.Tox.61, en act. τῶν θυρίδων ἐκκρεμαννύντες Plu.2.522a, c. adv. συνέρρει ... τὰ πλήθη καὶ ἄλλος ἀλλαχόθεν ἐκκρεμαννύμενος ἐθεῶντο αὐτόν Ael.VH 12.58.
2 fig. dedicarse, consagrarse c. gen. τὰ τέκν' αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται sus hijos se consagran a Ares E.El.950.
3 estar suspendido de, estar pendiente de c. gen. ἀρτηθεῖσα ... καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς Ph.1.442, τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12, τῶν Ἀθήνησι ψηφισμάτων Plu.Pel.7, τῆς ἐνταῦθα ζωῆς Clem.Al.QDS 2.2.
Greek Monolingual
ἐκκρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα
2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκκρεμάννῡμι: μέλ. -κρεμάσω·
I. κρεμώ από ή πάνω σ' ένα πράγμα· τι ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
II. Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρεμάννῡμι: (fut. ἐκκρεμάσω)
1) привешивать (τι ἐκ τοῦ λάρυγγος Arph.; λίθον τοῦ ποδός Anth.);
2) ставить в зависимость, связывать (ἐλπίδας εἴς τι Anth.);
3) med. хвататься, цепляться (τῶν ἀπιόντων Thuc.; τῶν πηδαλίων Luc.; τοῦ φορείου Plut.): Ἄρεος ἐκκρεμάννυσθαι Eur. быть преданным Арею, т. е. быть воинственным.
Middle Liddell
fut. -κρεμάσω
I. to hang from or upon a thing; τι ἔκ τινος Ar.
II. Pass. to hang on by, cling to, c. gen., Thuc.:—metaph. to be devoted to, Eur.
B. ἐκκρέμαμαι
1. Pass. to hang from, depend upon, c. gen., Plut.
Chinese
原文音譯:™kkršmamai 誒克-克雷馬買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-掛
字義溯源:傾聽,仔細聽,側耳;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κρεμάννυμι)*=掛)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 側耳(1) 路19:48